χοντροκοπάνα

χοντροκοπάνα
η, Ν
1. χοντρός κόπανος
2. γυναίκα χοντρή και άκομψη
3. καθετί το χονδροειδές και κακότεχνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)-* + κοπάνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”